- μάππα
- μάππα, ἡ (ΑM)βλ. μάπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… … Dictionary of Greek
μαππίον — μαππίον, τὸ (Α) [μάππα] υποκορ. τού μάππα, μικρό τεμάχιο υφάσματος που ύψωνε ο μαππάριος* στον ιππόδρομο για να σημάνει την έναρξη τής ιπποδρομίας … Dictionary of Greek
Names for association football — For other usages of the word football see: football (word). The names of association football are the terms used to describe association football, the sport most commonly referred to in the English speaking world as football or soccer . Contents… … Wikipedia
Mappa — Dyptique consulaire attribué à Constance III, qui tient levé la mapp vers 417 – cathédrale d Halberstadt La mappa (en grec ancien μάππα / máppa) est la pièce de tissu blanche que le consul jetait dans l arène, dan … Wikipédia en Français
μαππάριος — μαππάριος, ὁ (ΑM, Α και μαμπάριος) [μάπα] ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ο οποίος έδινε το σημείο έναρξης τών αγώνων, υψώνοντας τη μάππα, δηλαδή τεμάχιο λευκού υφάσματος … Dictionary of Greek